- Κρανααι
- ΚρανααίΚρᾰνααί
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Κρανααί — Κραναή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανααί — κραναός rocky fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραναός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αττικής, διάδοχος του Κέκροπα. Σύζυγός του ήταν η Πεδιάς με την οποία απέκτησε την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα. Προς τιμήν της τελευταίας, μετά τον θάνατό της, ονόμασε τη χώρα του Ατθίδα ή Αττική. Σύμφωνα … Dictionary of Greek